μοναχοφάης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοναχοφάης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοναχοφάης αρσενικό και μοναχοφαγάς
- χαρακτηρισμός ανθρώπου, συνήθως ειρωνικός, που θέλει να τα τρώει όλα μόνος του, που δεν μοιράζεται τίποτε με τους άλλους
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοναχοφάης
|