Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοναχοφάης οι μοναχοφάηδες
      γενική του μοναχοφάη των μοναχοφάηδων
    αιτιατική τον μοναχοφάη τους μοναχοφάηδες
     κλητική μοναχοφάη μοναχοφάηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοναχοφάης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μοναχοφάης αρσενικό και μοναχοφαγάς

  • χαρακτηρισμός ανθρώπου, συνήθως ειρωνικός, που θέλει να τα τρώει όλα μόνος του, που δεν μοιράζεται τίποτε με τους άλλους

  Μεταφράσεις επεξεργασία