ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μολύβδωσῐς αἱ μολυβδώσεις
      γενική τῆς μολυβδώσεως τῶν μολυβδώσεων
      δοτική τῇ μολυβδώσει ταῖς μολυβδώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μολύβδωσῐν τὰς μολυβδώσεις
     κλητική ! μολύβδωσῐ μολυβδώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μολυβδώσει
γεν-δοτ τοῖν  μολυβδωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μολύβδωσις < μολυβδῶ (κλίση -όω) + -σις (-ωσις) < αρχαία ελληνική μόλυβδος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μολύβδωσις, -εως θηλυκό