μολύβδωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μολύβδωσῐς | αἱ | μολυβδώσεις | ||||
γενική | τῆς | μολυβδώσεως | τῶν | μολυβδώσεων | ||||
δοτική | τῇ | μολυβδώσει | ταῖς | μολυβδώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μολύβδωσῐν | τὰς | μολυβδώσεις | ||||
κλητική ὦ! | μολύβδωσῐ | μολυβδώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μολυβδώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μολυβδωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μολύβδωσις < μολυβδῶ (κλίση -όω) + -σις (-ωσις) < αρχαία ελληνική μόλυβδος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμολύβδωσις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- μολύβδωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.