μολάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μολάρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμολάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η ενέργεια του μολάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μολάρισμα
|
μολάρισμα ουδέτερο
|