μισελέν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μισελέν < (λόγιο δάνειο) γαλλική Michelin (επώνυμο των συγγραφέων) με παράλειψη ουσιαστικού όπως étoile Michelin (ετουάλ Μισλέν: αστέρι Μισ(ε)λέν) στον οδηγό ταξιδιών Guide Michelin (γκιντ Μισλέν: οδηγός Μισ(ε)λέν) < Michel (Μισέλ) (< ελληνιστική κοινή Μιχαήλ) + -in
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.seˈlen/ προφορά κατά την ορθογραφία - συγκρίνετε με το μισλέν
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σε‐λέν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμισελέν ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) διάκριση που απονέμεται από τον oδηγό ταξιδιών Michelin (οδηγός Michelin, Γκιντ Μισλέν) σε εστιατόρια που θεωρούνται εξαιρετικά στον τομέα της μαγειρικής, με τις βαθμολογίες των αστεριών να κυμαίνονται από ένα έως τρία, με το ένα αστέρι να δηλώνει «πολύ καλή κουζίνα», τα δύο αστέρια «εξαιρετική κουζίνα που αξίζει μια παράκαμψη» (δηλαδή, αξίζει να κάνετε μια παράκαμψη στο ταξίδι σας για να φάτε εκεί) και τα τρία αστέρια «εξαιρετική κουζίνα που αξίζει ένα ξεχωριστό ταξίδι»
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μισλέν (κατά τη γαλλική προφορά)
- αστέρι μισελέν
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μισελέν
|