μισαδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μισαδάκι | τα | μισαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μισαδάκι | τα | μισαδάκια |
κλητική | μισαδάκι | μισαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μισαδάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμισαδάκι ουδέτερο
- (οικείο) μισόκιλο
- ήπιαμε από ένα μισαδάκι
- (οικείο) μισό τσιγάρο
- (οικείο) (γενικότερα) αρκετά λιγότερη, από το κανονικό, ποσότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μισαδάκι
|