Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικρορχιδία οι μικρορχιδίες
      γενική της μικρορχιδίας των μικρορχιδιών
    αιτιατική τη μικρορχιδία τις μικρορχιδίες
     κλητική μικρορχιδία μικρορχιδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρορχιδία < μικρός < όρχεις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικρορχιδία θηλυκό

  1. (ανατομία) η μικρότητα των όρχεων, συγγενής ή επίκτητη πάθηση (ατροφία)
    η επίκτητη μικρορχιδία μπορεί να οδηγήσει στη στείρωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία