Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροκλέφτρα οι μικροκλέφτρες
      γενική της μικροκλέφτρας
    αιτιατική τη μικροκλέφτρα τις μικροκλέφτρες
     κλητική μικροκλέφτρα μικροκλέφτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροκλέφτρα < μικροκλέφτης + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροκλέφτρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία