ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μιαρότης αἱ μιαρότητες
      γενική τῆς μιαρότητος τῶν μιαροτήτων
      δοτική τῇ μιαρότητ ταῖς μιαρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μιαρότητ τὰς μιαρότητᾰς
     κλητική ! μιαρότης μιαρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μιαρότητε
γεν-δοτ τοῖν  μιαροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μιαρότης, -ητος θηλυκό