Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μηχανουργία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μηχανουργί
α
οι
μηχανουργί
ες
γενική
της
μηχανουργί
ας
των
μηχανουργι
ών
αιτιατική
τη
μηχανουργί
α
τις
μηχανουργί
ες
κλητική
μηχανουργί
α
μηχανουργί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μηχανουργία
<
μηχαν(η)
+
-ουργία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηχανουργία
θηλυκό
μονάδα παραγωγής μηχανών
ο τομέας παραγωγής μηχανών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηχανουργία