Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανουργία οι μηχανουργίες
      γενική της μηχανουργίας των μηχανουργιών
    αιτιατική τη μηχανουργία τις μηχανουργίες
     κλητική μηχανουργία μηχανουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανουργία < μηχαν(η) + -ουργία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηχανουργία θηλυκό

  1. μονάδα παραγωγής μηχανών
  2. ο τομέας παραγωγής μηχανών

  Μεταφράσεις επεξεργασία