Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μηλομάχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μηλομάχ
ος
οι
μηλομάχ
οι
γενική
του
μηλομάχ
ου
των
μηλομάχ
ων
αιτιατική
τον
μηλομάχ
ο
τους
μηλομάχ
ους
κλητική
μηλομάχ
ε
μηλομάχ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μηλομάχος
<
μηλομαχ(ία)
+
-ος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηλομάχος
αρσενικό
αυτός που συμμετέχει σε
μηλομαχία
ή
μηλοπόλεμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηλομάχος