Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετονομασία οι μετονομασίες
      γενική της μετονομασίας των μετονομασιών
    αιτιατική τη μετονομασία τις μετονομασίες
     κλητική μετονομασία μετονομασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετονομασία < μετονομάζω, μετονομάζομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετονομασία θηλυκό Η αλλαγή ονόματος κάποιου ή κάποιας.

παραδείγματα επεξεργασία

  1. Ο Σαούλ μετονομάστηκε σε Παύλος
  2. Η ING μετονομάστηκε σε NN.

  Μεταφράσεις επεξεργασία