μετονομασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετονομασία < μετονομάζω, μετονομάζομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετονομασία θηλυκό Η αλλαγή ονόματος κάποιου ή κάποιας.
παραδείγματα επεξεργασία
- Ο Σαούλ μετονομάστηκε σε Παύλος
- Η ING μετονομάστηκε σε NN.