μετεκπαιδευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετεκπαιδευτής < μετεκπαιδεύω + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετεκπαιδευτής αρσενικό (θηλυκό: μετεκπαιδεύτρια)
- αυτός που μετεκπαιδεύει κάποιους
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετεκπαιδευτής
|