μετεκπαιδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμετεκπαιδεύω (παθητική φωνή: μετεκπαιδεύομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- μετεκπαιδευμένος
- μετεκπαιδευόμενος
- μετεκπαίδευση
- μετεκπαιδευτής
- μετεκπαιδεύτρια
- → δείτε τις λέξεις μετά, εκπαιδεύω, παιδεύω και παιδί
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετεκπαιδεύω | μετεκπαίδευα | θα μετεκπαιδεύω | να μετεκπαιδεύω | μετεκπαιδεύοντας | |
β' ενικ. | μετεκπαιδεύεις | μετεκπαίδευες | θα μετεκπαιδεύεις | να μετεκπαιδεύεις | μετεκπαίδευε | |
γ' ενικ. | μετεκπαιδεύει | μετεκπαίδευε | θα μετεκπαιδεύει | να μετεκπαιδεύει | ||
α' πληθ. | μετεκπαιδεύουμε | μετεκπαιδεύαμε | θα μετεκπαιδεύουμε | να μετεκπαιδεύουμε | ||
β' πληθ. | μετεκπαιδεύετε | μετεκπαιδεύατε | θα μετεκπαιδεύετε | να μετεκπαιδεύετε | μετεκπαιδεύετε | |
γ' πληθ. | μετεκπαιδεύουν(ε) | μετεκπαίδευαν μετεκπαιδεύαν(ε) |
θα μετεκπαιδεύουν(ε) | να μετεκπαιδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετεκπαίδευσα | θα μετεκπαιδεύσω | να μετεκπαιδεύσω | μετεκπαιδεύσει | ||
β' ενικ. | μετεκπαίδευσες | θα μετεκπαιδεύσεις | να μετεκπαιδεύσεις | μετεκπαίδευσε | ||
γ' ενικ. | μετεκπαίδευσε | θα μετεκπαιδεύσει | να μετεκπαιδεύσει | |||
α' πληθ. | μετεκπαιδεύσαμε | θα μετεκπαιδεύσουμε | να μετεκπαιδεύσουμε | |||
β' πληθ. | μετεκπαιδεύσατε | θα μετεκπαιδεύσετε | να μετεκπαιδεύσετε | μετεκπαιδεύστε | ||
γ' πληθ. | μετεκπαίδευσαν μετεκπαιδεύσαν(ε) |
θα μετεκπαιδεύσουν(ε) | να μετεκπαιδεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετεκπαιδεύσει | είχα μετεκπαιδεύσει | θα έχω μετεκπαιδεύσει | να έχω μετεκπαιδεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετεκπαιδεύσει | είχες μετεκπαιδεύσει | θα έχεις μετεκπαιδεύσει | να έχεις μετεκπαιδεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετεκπαιδεύσει | είχε μετεκπαιδεύσει | θα έχει μετεκπαιδεύσει | να έχει μετεκπαιδεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετεκπαιδεύσει | είχαμε μετεκπαιδεύσει | θα έχουμε μετεκπαιδεύσει | να έχουμε μετεκπαιδεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετεκπαιδεύσει | είχατε μετεκπαιδεύσει | θα έχετε μετεκπαιδεύσει | να έχετε μετεκπαιδεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετεκπαιδεύσει | είχαν μετεκπαιδεύσει | θα έχουν μετεκπαιδεύσει | να έχουν μετεκπαιδεύσει |
|