Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετεκπαιδεύω < μετ- + εκπαιδεύω

  Ρήμα επεξεργασία

μετεκπαιδεύω (παθητική φωνή: μετεκπαιδεύομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία