Ετυμολογία

επεξεργασία
μετεκπαιδεύω < μετ- + εκπαιδεύω

μετεκπαιδεύω (παθητική φωνή: μετεκπαιδεύομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία