Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταφυσικότητα οι μεταφυσικότητες
      γενική της μεταφυσικότητας των μεταφυσικοτήτων
    αιτιατική τη μεταφυσικότητα τις μεταφυσικότητες
     κλητική μεταφυσικότητα μεταφυσικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηλυκό

  1. βαθμός πίστης ή επίκλησης στο μεταφυσικό/στη μεταφυσική
  2. οι ενεργές-υπαρκτές μεταφυσικές ιδιότητες, υπάρξεις, φαινόμενα, ψυχές, άγγελοι, άγιοι, θεοί κτλ συνολικά για πιστεύοντα σε αυτές (τις δυνάμεις-υπάρξεις)

  Μεταφράσεις επεξεργασία