μεταφυσικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θηλυκό
- βαθμός πίστης ή επίκλησης στο μεταφυσικό/στη μεταφυσική
- οι ενεργές-υπαρκτές μεταφυσικές ιδιότητες, υπάρξεις, φαινόμενα, ψυχές, άγγελοι, άγιοι, θεοί κτλ συνολικά για πιστεύοντα σε αυτές (τις δυνάμεις-υπάρξεις)