↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταμερισμός οι μεταμερισμοί
      γενική του μεταμερισμού των μεταμερισμών
    αιτιατική τον μεταμερισμό τους μεταμερισμούς
     κλητική μεταμερισμέ μεταμερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταμερισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταμερισμός ουδέτερο

  • φαινόμενο κατά το οποίο φαίνονται διαφορετικά χρώματα ίδια υπό κάποιες συνθήκες φωτισμού


  Μεταφράσεις

επεξεργασία