μετακιόνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μετακιόνιον | τὰ | μετακιόνιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | μετακιονίου | τῶν | μετακιονίων | ||||
δοτική | τῷ | μετακιονίῳ | τοῖς | μετακιονίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | μετακιόνιον | τὰ | μετακιόνιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | μετακιόνιον | μετακιόνιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετακιονίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μετακιονίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετακιόνιον < μετα- + κιόνιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κίων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετακιόνιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (αρχιτεκτονική) το μετακιόνιο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μετακιόνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.