Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετακιόνιο τα μετακιόνια
      γενική του μετακιονίου
μετακιόνιου
των μετακιονίων
    αιτιατική το μετακιόνιο τα μετακιόνια
     κλητική μετακιόνιο μετακιόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετακιόνιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετακιόνιον → δείτε και το αρχαίο ελληνικό κίων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.ciˈo.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐κι‐ό‐νι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετακιόνιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία