ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μεσοκνήμιον τὰ μεσοκνήμι
      γενική τοῦ μεσοκνημίου τῶν μεσοκνημίων
      δοτική τῷ μεσοκνημί τοῖς μεσοκνημίοις
    αιτιατική τὸ μεσοκνήμιον τὰ μεσοκνήμι
     κλητική ! μεσοκνήμιον μεσοκνήμι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεσοκνημίω
γεν-δοτ τοῖν  μεσοκνημίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσοκνήμιον < μεσο- + κνημίον, υποκοριστικό του κνήμη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσοκνήμιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)