Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεροδουλευτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μεροδουλευτ
ής
οι
μεροδουλευτ
ές
γενική
του
μεροδουλευτ
ή
των
μεροδουλευτ
ών
αιτιατική
τον
μεροδουλευτ
ή
τους
μεροδουλευτ
ές
κλητική
μεροδουλευτ
ή
μεροδουλευτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεροδουλευτής
<
μεροδούλι
+
δουλευτής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεροδουλευτής
αρσενικό
(
λαϊκότροπο
,
σπάνιο
) ο
μεροκαματιάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεροδουλευτής
→
δείτε
τη λέξη
μεροκαματιάρης