μερκελιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μερκελιστής < μερκελισμός + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
μερκελιστής αρσενικό (θηλυκό: μερκελίστρια)
- (νεολογισμός) (πολιτική) ο οπαδός του μερκελισμού, ο υποταγμένος στην πολιτική της Άνγκελας Μέρκελ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μερκελιστής
|