Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλοτσιφλικάς οι μεγαλοτσιφλικάδες
      γενική του μεγαλοτσιφλικά των μεγαλοτσιφλικάδων
    αιτιατική τον μεγαλοτσιφλικά τους μεγαλοτσιφλικάδες
     κλητική μεγαλοτσιφλικά μεγαλοτσιφλικάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλοτσιφλικάς < μεγάλος + τσιφλικάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγαλοτσιφλικάς αρσενικό

  1. ο σημαντικός γαιοκτήμονας κατά το μεσαίωνα αλλά στην Ελλάδα και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το άτομο ή ο φορέας που διέθετε μεγάλη αγροτική περιουσία και εκμευταλλευόταν τον κόπο των αγροτών που την καλλιεργούσαν
  2. (μεταφορικά) ο γαιοκτήμονας με πολλά κομμάτια γης, εκείνος που διαθέτει μεγάλη ακίνητη περιουσία σε αγροτικές περιοχές είτε την εκμεταλλεύεται αγροτικά με εργάτες γης είτε και δίχως να την αξιοποιεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία