μεγαλοεισαγωγέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλοεισαγωγέας < μεγαλο- + εισαγωγέας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλοεισαγωγέας αρσενικό
- ο εισαγωγέας μεγάλων ποσοτήτων προϊόντων
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλοεισαγωγέας
|
μεγαλοεισαγωγέας αρσενικό
|