μαρόνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαρόνι | τα | μαρόνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μαρόνι | τα | μαρόνια |
κλητική | μαρόνι | μαρόνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαρόνι < πιθανόν από την ιταλική marrone
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρόνι ουδέτερο
- (παρωχημένο) εκλεκτό είδους κάστανου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρόνι
|