Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρουβάς οι μαρουβάδες
      γενική του μαρουβά των μαρουβάδων
    αιτιατική τον μαρουβά τους μαρουβάδες
     κλητική μαρουβά μαρουβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρουβάς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρουβάς αρσενικό

  • παραδοσιακό κρασί της δυτικής Κρήτης από την ποικιλία ρωμέικο που προορίζεται για μακρόχρονη παλαίωση
Μέχρι πρόσφατα, συνηθισμένη ήταν η πρακτική του θαψίματος ενός βαρελιού με μαρουβά μέσα στο χώμα, όταν γεννιόταν ένα παιδί και το άνοιγμά του μετά από χρόνια, σε μια μεγάλη γιορτή ή ακόμη στο γάμο του!