Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαραθωνομάχος οι μαραθωνομάχοι
      γενική του μαραθωνομάχου των μαραθωνομάχων
    αιτιατική τον μαραθωνομάχο τους μαραθωνομάχους
     κλητική μαραθωνομάχε μαραθωνομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαραθωνομάχος < (ελληνιστική κοινή) Μαραθωνομάχος < αρχαία ελληνική Μαραθωνομάχης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαραθωνομάχος αρσενικό

  • εκείνος που πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα εναντίον των Περσών

  Μεταφράσεις επεξεργασία