Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαντολινάτα οι μαντολινάτες
      γενική της μαντολινάτας
    αιτιατική τη μαντολινάτα τις μαντολινάτες
     κλητική μαντολινάτα μαντολινάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντολινάτα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαντολινάτα θηλυκό

  1. ορχηστρικό σύνολο από μαντολίνα
  2. μουσικό κομμάτι για μαντολίνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία