μανταρινάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανταρινάδα < μανταρίνι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανταρινάδα θηλυκό, πληθυντικός μανταρινάδες
- αναψυκτικό από χυμό μανταρινιών
Μεταφράσεις επεξεργασία
μανταρινάδα
|
μανταρινάδα θηλυκό, πληθυντικός μανταρινάδες
|