μαντάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαντάρι | τα | μαντάρια |
γενική | του | μανταριού | των | μανταριών |
αιτιατική | το | μαντάρι | τα | μαντάρια |
κλητική | μαντάρι | μαντάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαντάρι ουδέτερο
- το σκοινί που χρησιμοποιείται στο πλοίο, συνήθως σε ιστιοφόρο, για να βιράρεται το πανί ή άλλα αντικείμενα στο άλμπουρο