μανδαρινάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μανδαρινάτο | ||
γενική | του | μανδαρινάτου | ||
αιτιατική | το | μανδαρινάτο | ||
κλητική | μανδαρινάτο | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανδαρινάτο < Μανδαρίνος + -άτο (κατά το χαλιφάτο, χανάτο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανδαρινάτο ουδέτερο
- ελίτ, άρχουσα τάξη σε μια κοινωνία
- Δεν ήταν αποδεκτός στο μανδαρινάτο τους, επειδή ήταν λαϊκό παιδί και φτωχός
- τρόπος διοίκησης κατά το πρότυπο των μανδαρίνων, αντιδημοκρατικός και πολύ γραφειοκρατικός, διόλου νεωτεριστικός, βαθύτατα παραδοσιακός ή συντηρητικός
- Μετέβαλαν την πολιτική ζωή σε μανδαρινάτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μανδαρινάτο