μανέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανέλα | οι | μανέλες |
γενική | της | μανέλας | των | μανελών |
αιτιατική | τη | μανέλα | τις | μανέλες |
κλητική | μανέλα | μανέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μανέλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανέλα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) περιστρεφόμενος μοχλός που εφαρμόζει στο βιτζιρέλο ώστε να ασκηθεί τάση σε ένα σκοινί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μανιβέλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μανέλα
|