Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαλλιοτράβηγμα τα μαλλιοτραβήγματα
      γενική του μαλλιοτραβήγματος των μαλλιοτραβηγμάτων
    αιτιατική το μαλλιοτράβηγμα τα μαλλιοτραβήγματα
     κλητική μαλλιοτράβηγμα μαλλιοτραβήγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλλιοτράβηγμα < μαλλί + τράβηγμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαλλιοτράβηγμα ουδέτερο

  • χαρακτηρισμός των γυναικείων κυρίως καβγάδων, όπου το κύριο όπλο επίθεσης είναι τα χέρια για το τράβηγμα των μαλλιών της αντιπάλου

  Μεταφράσεις επεξεργασία