μαλαμματικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μαλαμματικά | ||
γενική | των | μαλαμματικών | ||
αιτιατική | τα | μαλαμματικά | ||
κλητική | μαλαμματικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαλαμματικά < μαλαμματικόν (χρυσίς, δηλαδή χρυσός δίσκος για πλύσιμο ή χρυσό αγγείο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαλαμματικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- παλιότερη και παρωχημένη γραφή της λέξης μαλαματικά, έτσι όπως απαντά στο λεξικό του 'Ελληνα λεξικογράφου του 19ου αιώνα Σκαρλάτου Βυζαντίου, σύμφωνα με τον οποίο μαλαμματικά ήταν πολύτιμα αντικείμενα, ουσιαστικά περιουσιακά στοιχεία του κατόχου, πιθανόν από καθαρό χρυσό, αλλά ίσως και από λευκόχρυσο, πλατίνα, χρυσάργυρο ή και από μίγμα χρυσού και ηλέκτρου
- → δείτε τη λέξη μαλαματικά