μαλέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαλέας | οι | μαλέες |
γενική | του | μαλέα | των | μαλέων |
αιτιατική | τον | μαλέα | τους | μαλέες |
κλητική | μαλέα | μαλέες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαλέας < ηχητική εγγύτητα με το μαλάκας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαλέας αρσενικό, συνήθως στον ενικό
- (προφορικό, οικείο, σπάνιο) ευφημισμός της λέξης μαλάκας
- ※ Θυμάμαι δεν μας άφηνε ποτέ να πληρώσουμε, μας έλεγε «ρε μαλέα Εσείς δεν έχετε λεφτά» (kefaloniamagazine.gr, 20/10/2021, [1])
- ※ Αρχισα και εγω την φασαρία για να μην μας περνάει και για μαλέες (forum, 7/8/2004)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαλέας
|