μαλάγρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαλάγρα | οι | μαλάγρες |
γενική | της | μαλάγρας | — | |
αιτιατική | τη | μαλάγρα | τις | μαλάγρες |
κλητική | μαλάγρα | μαλάγρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαλάγρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαλάγρα θηλυκό
- μείγμα από διάφορα υλικά που ρίχνουν οι ψαράδες στο νερό προκειμένου να προσελκύσουν τα ψάρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαλάγρα
|