↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαλάγρα οι μαλάγρες
      γενική της μαλάγρας
    αιτιατική τη μαλάγρα τις μαλάγρες
     κλητική μαλάγρα μαλάγρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλάγρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαλάγρα θηλυκό

  • μείγμα από διάφορα υλικά που ρίχνουν οι ψαράδες στο νερό προκειμένου να προσελκύσουν τα ψάρια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία