Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλάγρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαλάγρα θηλυκό

  • μείγμα από διάφορα υλικά που ρίχνουν οι ψαράδες στο νερό προκειμένου να προσελκύσουν τα ψάρια

  Μεταφράσεις επεξεργασία