Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακετίστας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μακετίστ
ας
οι
μακετίστ
ες
γενική
του
μακετίστ
α
των
μακετιστ
ών
αιτιατική
τον
μακετίστ
α
τους
μακετίστ
ες
κλητική
μακετίστ
α
μακετίστ
ες
Κατηγορία
όπως «
γαλαξίας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακετίστας
< (
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
macchiettista
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μακετίστας
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που κατασκευάζει
μακέτες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακετίστας