↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαζδαϊσμός οι μαζδαϊσμοί
      γενική του μαζδαϊσμού των μαζδαϊσμών
    αιτιατική τον μαζδαϊσμό τους μαζδαϊσμούς
     κλητική μαζδαϊσμέ μαζδαϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαζδαϊσμός < Mazda (όνομα θεότητας)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαζδαϊσμός αρσενικό

  • θρησκεία ασιατικών ινδοευρωπαϊκών λαών που πρεσβεύει την ύπαρξη δύο αρχών, του αγαθού και του κακοποιού

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία