Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λότο < (άμεσο δάνειο) ιταλική lotto < παλαιά γαλλική lot < φραγκική *hlot < πρωτογερμανική *hlutą (λαχνός, μοίρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kleh₂w- (γάντζος, ράβδος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlo.to/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λότο ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία