λότο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λότο < (άμεσο δάνειο) ιταλική lotto < παλαιά γαλλική lot < φραγκική *hlot < πρωτογερμανική *hlutą (λαχνός, μοίρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kleh₂w- (γάντζος, ράβδος)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλότο ουδέτερο άκλιτο
- είδος τυχερού παιχνιδιού, στο οποίο κάποιος επιλέγει ορισμένους αριθμούς από ένα πεπερασμένο σύνολο, κι αν τους πετύχει, κερδίζει