Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λυσιτέλεια οι λυσιτέλειες
      γενική της λυσιτέλειας των λυσιτελειών
    αιτιατική τη λυσιτέλεια τις λυσιτέλειες
     κλητική λυσιτέλεια λυσιτέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυσιτέλεια < λυσιτελής < από το ουσιαστικό λύση και το ρήμα τελώ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυσιτέλεια θηλυκό

  • ωφέλεια

  Μεταφράσεις επεξεργασία