Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λουστραδόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λουστραδόρ
ος
οι
λουστραδόρ
οι
γενική
του
λουστραδόρ
ου
των
λουστραδόρ
ων
αιτιατική
τον
λουστραδόρ
ο
τους
λουστραδόρ
ους
κλητική
λουστραδόρ
ε
λουστραδόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λουστραδόρος
<
βενετική
lustrador
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λουστραδόρος
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
τεχνίτης
που
λουστράρει
έπιπλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λουστραδόρος
φινλανδικά
:
kengänkiillottaja
(fi)