λογοτέχνισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογοτέχνισσα < λογοτέχνης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλογοτέχνισσα θηλυκό
- (σπάνιο, επάγγελμα) συνώνυμο του λογοτέχνιδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λογοτέχνισσα
|
λογοτέχνισσα θηλυκό
|