ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λογικότης αἱ λογικότητες
      γενική τῆς λογικότητος τῶν λογικοτήτων
      δοτική τῇ λογικότητ ταῖς λογικότησ(ν)
    αιτιατική τὴν λογικότητ τὰς λογικότητᾰς
     κλητική ! λογικότης λογικότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λογικότητε
γεν-δοτ τοῖν  λογικοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογικότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λογικό(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογικότης θηλυκό