λογικότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λογικότης | αἱ | λογικότητες | ||||
γενική | τῆς | λογικότητος | τῶν | λογικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | λογικότητῐ | ταῖς | λογικότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | λογικότητᾰ | τὰς | λογικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | λογικότης | λογικότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λογικότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λογικοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λογικότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λογικό(ς) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλογικότης θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- λογικότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.