λιντσάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιντσάρω < αγγλική lynch < Lynch law (νόμος του Λιντς) < William Lynch (Ουίλιαμ Λιντς) ή Charles Lynch (Τσαρλς Λιντς)
Ρήμα
επεξεργασίαλιντσάρω (παθητική φωνή: λιντσάρομαι)
- (σπάνιο) σκοτώνω χωρίς δίκη
- (για ομάδα ανθρώπων) επιτίθεμαι με σκοπό την, χωρίς μέτρο, κακοποίηση κάποιου ακόμα και μέχρι θανάτου