Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λινγκουίνι τα λινγκουίνια
      γενική
    αιτιατική το λινγκουίνι τα λινγκουίνια
     κλητική λινγκουίνι λινγκουίνια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λινγκουίνι < ιταλική linguine πληθυντικός του linguina (= γλωσσίτσα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λινγκουίνι ουδέτερο, πληθυντικός λινγκουίνια (*),

  1. είδος λεπτού μακρύ επίπεδου ζυμαρικού σε μορφή σπαγγέτι που διακρίνεται ανάλογα με το μέγεθός του σε μπαβέτι και τρενάτι
  2. πιάτο φαγητού φτιαγμένο με λινγκουίνι, χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος που τα συνοδεύουν
    τα λιγκουίνια ανήκουν στα μακριά ζυμαρικά

Σημειώσεις επεξεργασία

  • αναφέρεται στον πληθυντικό και ως λινγκουίνι, ακολουθώντας την ιταλική γλώσσα, ως πληθυντικός του λινγκουίνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία