λινγκουίνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαλινγκουίνια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λινγκουίνι
- (φαγητά): πιάτο φαγητού χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος που τα συνοδεύουν.