Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
λινγκουίνι με τριμμένο τυρί

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

λινγκουίνια ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λινγκουίνι
  2. (γαστρονομία): πιάτο φαγητού χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος που τα συνοδεύουν.