• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λιθίασις

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Πηγές

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡ λιθίασῐς αἱ λιθιάσεις
      γενική τῆς λιθιάσεως τῶν λιθιάσεων
      δοτική τῇ λιθιάσει ταῖς λιθιάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λιθίασῐν τὰς λιθιάσεις
     κλητική ὦ! λιθίασῐ λιθιάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιθιάσει
γεν-δοτ τοῖν  λιθιασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λιθίασις < λιθ(ιόω) + -ίασις < λίθος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιθίασις θηλυκό

  • (ιατρική) η λιθίαση

Πηγές

επεξεργασία
  • λιθίασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λιθίασις&oldid=5550481"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Μαρτίου 2022, στις 12:15

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Μαρτίου 2022, στις 12:15.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας