λιβελλούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιβελλούλα < → δείτε τη λέξη λιβελλούλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιβελλούλα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λιβελλούλα
|
Δείτε επίσης : λίβελος, λίβελλος |
λιβελλούλα θηλυκό
|