λευκοπενία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλευκοπενία θηλυκό
- (ιατρική): η ελάττωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα κάτω από το φυσιολογικό επίπεδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λευκοπενία
|
λευκοπενία θηλυκό
|