Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευκοπενία οι λευκοπενίες
      γενική της λευκοπενίας των λευκοπενιών
    αιτιατική τη λευκοπενία τις λευκοπενίες
     κλητική λευκοπενία λευκοπενίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκοπενία < λευκός + πενία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λευκοπενία θηλυκό

  • (ιατρική): η ελάττωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα κάτω από το φυσιολογικό επίπεδο

  Μεταφράσεις επεξεργασία