↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευκοκυττάρωση οι λευκοκυτταρώσεις
      γενική της λευκοκυττάρωσης των λευκοκυτταρώσεων
    αιτιατική τη λευκοκυττάρωση τις λευκοκυτταρώσεις
     κλητική λευκοκυττάρωση λευκοκυτταρώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λευκοκυττάρωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λευκοκυττάρωση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία