↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεσχηνεί αἱ λεσχηνεῖαι
      γενική τῆς λεσχηνείᾱς τῶν λεσχηνειῶν
      δοτική τῇ λεσχηνεί ταῖς λεσχηνείαις
    αιτιατική τὴν λεσχηνείᾱν τὰς λεσχηνείᾱς
     κλητική ! λεσχηνεί λεσχηνεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεσχηνεί
γεν-δοτ τοῖν  λεσχηνείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεσχηνεία θηλυκό