καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λειτουργικότης αἱ λειτουργικότητες
      γενική τῆς λειτουργικότητος τῶν λειτουργικοτήτων
      δοτική τῇ λειτουργικότητι ταῖς λειτουργικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν λειτουργικότητα τὰς λειτουργικότητας
     κλητική ! λειτουργικότης λειτουργικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λειτουργικότης (μαρτυρείται από το 1886) [1] < λειτουργικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λειτουργικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 596, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου